- ενορχηστρωτής
- οαυτός που ενορχηστρώνει (βλ. λ.).
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Κλάββας, Κώστας — (Πειραιάς 1934 –). Συνθέτης, πιανίστας, ενορχηστρωτής και διευθυντής ορχήστρας. Σπούδασε στο Εθνικό Ωδείο και ξεκίνησε να ασχολείται επαγγελματικά με το πιάνο το 1954 και με τη σύνθεση τραγουδιών το 1959. Συνεργάστηκε με πολλούς δημιουργούς στο… … Dictionary of Greek
Μαντσίνι, Χένρι — (Henry Mancini, Κλίβελαντ 1924 – Λος Άντζελες 1994). Αμερικανός μουσικοσυνθέτης, μαέστρος, ενορχηστρωτής. Ξεκίνησε σπουδές μουσικής στην Ακαδημία Τζούλιαρντ της Νέας Υόρκης το 1942, αλλά το επόμενο έτος αναγκάστηκε να διακόψει εξαιτίας του Β’… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Μουσική — ΑΡΧΑΙΑ ΛΥΡΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ Είναι γνωστό ότι η καταγωγική περιοχή της αρχαίας ελληνικής ποίησης βρίσκεται στις θρησκευτικές τελετουργίες. Ωστόσο, το κύριο σώμα της λυρικής ποίησης χαρακτηρίζεται από έναν ανεξάρτητο χαρακτήρα την εποχή κατά την οποία… … Dictionary of Greek
Καπνίσης, Κώστας — (Αθήνα 1920 –). Συνθέτης, διευθυντής ορχήστρας και ενορχηστρωτής. Πολυγραφότατος και με πληθώρα συνθέσεων σε πολλά διαφορετικά είδη, από τζαζ μέχρι επικά θέματα και λαϊκούς δρόμους, ο Κ. υπήρξε μόνιμος διευθυντής της ορχήστρας ποικίλης μουσικής… … Dictionary of Greek
Κυπουργός, Νίκος — (Αθήνα 1952 –). Μουσικοσυνθέτης, ενορχηστρωτής και πιανίστας. Σπούδασε νομικά και πολιτικές επιστήμες στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και ανώτερες θεωρητικές μουσικές σπουδές με τον Γιάννη Α. Παπαϊωάννου. Συνέχισε τις σπουδές του στο Παρίσι με υποτροφία… … Dictionary of Greek
Μορικόνε, Ένιο — (Ennio Morricone, Ρώμη 1928 –). Ιταλός συνθέτης, ενορχηστρωτής και διευθυντής ορχήστρας. Ταλαντούχος, πολυσχιδής και πολυγραφότατος, είναι ο συνθέτης των ρεκόρ στην ιστορία του κινηματογράφου αφού έχει γράψει περισσότερες από 400 μουσικές… … Dictionary of Greek